Το Γ’ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας έκρινε τη Δευτέρα αντισυνταγματική τη διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 2936/2001, με την οποία προβλέπεται η κατάταξη των γυναικών Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ) μόνο σε ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης και όχι σε επιχειρησιακές και τεχνικές ειδικότητες.
Λόγω της αντισυνταγματικότητας, οι δύο επίμαχες υποθέσεις παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του ΣτΕ για οριστική κρίση.
Οι δύο υποθέσεις που απασχόλησαν το ΣτΕ αφορούν το προ του 2007 νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο επέτρεπε στις γυναίκες να καταταγούν μόνο στις ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης και απέκλειε τις γυναίκες από όλες τις άλλες επιχειρησιακές και τεχνικές ειδικότητες των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι θέσεις των ειδικοτήτων διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης ήταν κατά πολύ λιγότερες από τις θέσεις των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων.
Τους συμβούλους Επικρατείας απασχόλησε η υπόθεση δύο γυναικών, οι οποίες τη διετία 2005-2006 υπέβαλαν αίτηση για να συμμετέχουν στον διαγωνισμό για ΕΠΟΠ Στρατού Ξηράς. Στις αιτήσεις τους δήλωσαν τις ειδικότητες υπηρέτης όλμων, πολυβόλων, πυροβόλων, χειρίστρια οργάνων ελέγχου πυρός, κ.λπ. Όμως, κατά την μοριοδότηση και οι δύο υποψήφιες κρίθηκαν ακατάλληλες για τις ειδικότητες που είχαν δηλώσει, καθώς οι ειδικότητες προβλέπονταν μόνο για άνδρες. Οι δύο υποψήφιες αποκλείστηκαν και προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Με τις αποφάσεις του ΣτΕ κρίθηκε:
«Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 2936/2001 […] συνιστά απόκλιση από την αρχή της ισότητας των φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του ΕΠΟΠ και την εκπαίδευση που απαιτείται για την άσκησή του.
»Από το περιεχόμενο όμως των διατάξεων του νόμου αυτού δεν προκύπτει ότι ο κοινός νομοθέτης, για τη θέσπιση τής ως άνω απόκλισης, έλαβε υπόψη του και εκτίμησε συγκεκριμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες και τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στις αρμοδιότητες των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων των ΕΠΟΠ, όπως περιγράφονται αναλυτικά στον Στρατιωτικό Κανονισμό 105-2/1999, για την άσκηση των οποίων, λόγω της φύσης τους και των συνθηκών υπό τις οποίες ασκούνται, θεώρησε ότι ο παράγοντας του φύλου διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο».
Πηγή: tovima.gr